- σιδηρόδετος
- η , ο [ος , ον ] окованный железом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηρόδετος — iron bound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόδετος — η, ο / σιδηρόδετος, ον, ΝΜΑ σιδερόδετος μσν. σιδηροδέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό δετος] … Dictionary of Greek
σιδηρόδετος — η, ο ενισχυμένος με σίδηρο: Όλες οι μεγάλες οικοδομές είναι σιδηρόδετες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιδηρόδετον — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc sg σιδηρόδετος iron bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτοις — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτοισι — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτου — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτους — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτων — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτῳ — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόδετα — σιδηρόδετος iron bound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)